διπλασιαστής

διπλασιαστής
ο [διπλασιάζω]
φρ. «διπλασιαστής συχνότητας» — ηλεκτρονική διάταξη που παράγει εναλλασσόμενο ρεύμα διπλάσιας συχνότητας απ’ αυτό το οποίο εισέρχεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”